καθευρίσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathevrisko
|Transliteration C=kathevrisko
|Beta Code=kaqeuri/skw
|Beta Code=kaqeuri/skw
|Definition=[[discover]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ocyp.</span>68</span>:—Pass., <b class="b3">καθευρέθη κοσμοῦσα</b> [[she was found]] in the act of adorning... <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>395</span> (prob. [[falsa lectio|f.l.]] for [[καθῃρέθη]] [[she was caught]]).
|Definition=[[discover]], Luc.''Ocyp.''68:—Pass., <b class="b3">καθευρέθη κοσμοῦσα</b> [[she was found]] in the act of adorning... S.''Ant.''395 (prob. [[falsa lectio|f.l.]] for [[καθῃρέθη]] [[she was caught]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καθ-ευρίσκω ontdekken.
|elnltext=καθ-ευρίσκω ontdekken.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθευρίσκω Medium diacritics: καθευρίσκω Low diacritics: καθευρίσκω Capitals: ΚΑΘΕΥΡΙΣΚΩ
Transliteration A: katheurískō Transliteration B: katheuriskō Transliteration C: kathevrisko Beta Code: kaqeuri/skw

English (LSJ)

discover, Luc.Ocyp.68:—Pass., καθευρέθη κοσμοῦσα she was found in the act of adorning... S.Ant.395 (prob. f.l. for καθῃρέθη she was caught).

German (Pape)

[Seite 1283] (s. εὑρίσκω), auffinden; καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα, sie wurde dabei ertappt, Soph. Ant. 391; Luc. Ocyp. 68.

French (Bailly abrégé)

découvrir ; Pass. καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα SOPH on l'a trouvée préparant la sépulture.
Étymologie: κατά, εὑρίσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-ευρίσκω ontdekken.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθευρίσκω: находить, обнаруживать (τινά Luc.): καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα Soph. (Антигона) была застигнута за приготовлением могилы (своему брату) (v.l. καθῃρέθη была схвачена, от καθαιρέω).

Greek Monolingual

καθευρίσκω (AM)
μσν.
μέσ. καθευρίσκομαι
παρευρίσκομαι
αρχ.
1. βρίσκω, ανακαλύπτω («ποῖ ποῖ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι», Λουκιαν.)
2. παθ. καθευρίσκομαι
καταλαμβάνομαι, συλλαμβάνομαι την ώρα που διαπράττω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὑρίσκω.

Greek Monotonic

καθευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, βρίσκω, ανακαλύπτω, σε Λουκ. — Παθ., καθευρέθη κοσμοῦσα, βρέθηκε την ώρα που στόλιζε, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καθευρίσκω: εὑρίσκω, ποῖ ποῖ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι... Λουκ. Ὠκύπους 68· - Παθ. καθευρέθη κοσμοῦσα, κατελήφθη ἐν τῇ πράξει ἐνῷ ἐκόσμει.., Σοφ. Ἀντ. 395· ἀλλ’ ὁ Nauck ἔχει διορθώσει καθῃρέθη, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέξατο καὶ ὁ Jebb, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ, ἴδε καὶ Class. Journal XVII. 58. Ἴδε τὸ ρῆμα καθαιρέω ΙΙΙ.

Middle Liddell

fut. -ευρήσω
to discover, Luc.:—Pass., καθευρέθη κοσμοῦσα she was found in the act of adorning, Soph.