ὀρθηλός: Difference between revisions
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orthilos | |Transliteration C=orthilos | ||
|Beta Code=o)rqhlo/s | |Beta Code=o)rqhlo/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀρθηλή, ὀρθηλόν, [[tall]], [[straight]], κυμβία ''IG''11(2).145.49 (Delos, iv/iii B. C.), cf. 154''B''29,161''B''37, al., Str.12.7.3:—so [[ὀρθηρός]], ''BGU''781 i 15, al.(i A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀρθηλή, ὀρθηλόν, tall, straight, κυμβία IG11(2).145.49 (Delos, iv/iii B. C.), cf. 154B29,161B37, al., Str.12.7.3:—so ὀρθηρός, BGU781 i 15, al.(i A. D.).
German (Pape)
[Seite 373] = ὀρθός, δένδρον, Strab. 12, 7, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθηλός: -ή, -όν, = ὀρθός, Στράβ. 12, 7, 3.
Greek Monolingual
ὀρθηλός, -ή, -όν και ὀρθηρός, -ά, -όν (Α)
ορθός, στητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρθηλός < ὀρθός + επίθημα -ηλός, πιθ. κατά το ὑψ-ηλός, ενώ ο τ. ὀρθηρός < ὀρθός + επίθημα -ηρός (πρβλ. τολμηρός)].