ἐξερείδω: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksereido | |Transliteration C=eksereido | ||
|Beta Code=e)cerei/dw | |Beta Code=e)cerei/dw | ||
|Definition=[[prop firmly]], ταῖς ἀντηρίσι | |Definition=[[prop firmly]], ταῖς ἀντηρίσι Plb.8.4.6; [[support]], ἐ. μου βάσιν τρέμουσαν Luc.''Trag.''55; ἐ. ἀτονίαν σώματος Dsc.1.69.4:—Pass., to [[be underpinned]], Plb.16.11.5, Sor.1.47. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
prop firmly, ταῖς ἀντηρίσι Plb.8.4.6; support, ἐ. μου βάσιν τρέμουσαν Luc.Trag.55; ἐ. ἀτονίαν σώματος Dsc.1.69.4:—Pass., to be underpinned, Plb.16.11.5, Sor.1.47.
German (Pape)
[Seite 878] verstärktes simpl., stützen, ταῖς ἀντηρίσι Pol. 8, 6, 6, Sp.
French (Bailly abrégé)
servir de support à, supporter, soutenir, acc..
Étymologie: ἐξ, ἐρείδω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξερείδω:
1 упирать, подпирать (ταῖς ἀντηρέσιν Polyb.);
2 поддерживать (βάσιν τρέμουσάν τινος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερείδω: στερεῶς ὑποστηρίζω, ταῖς ἀντηρίσιν Πολύβ. 8. 6, 6· ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτὸς 16. 11, 5· παρέχω στήριγμα, ὦ τρίτου ποδὸς μοῖραν λελογχὸς βάκτραν, ἐξέρειδέ μου βάσιν τρέμουσαν Λουκ. Τραγῳδοποδ. 55.
Greek Monolingual
ἐξερείδω (Α) ερείδω
1. στηρίζω, υποστηρίζω («ἐξέρειδέ μου βάσιν τρέμουσαν», Λουκ.)
2. ενισχύω
(«ἐξερείδει ἀτονίαν σώματος»).