ὠνητέος: Difference between revisions
From LSJ
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oniteos | |Transliteration C=oniteos | ||
|Beta Code=w)nhte/os | |Beta Code=w)nhte/os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be bought]], Pl.''Lg.''849c, Amphis 1.4.<br><span class="bld">2</span> [[ὠνητέον]], [[one must buy]], Luc.''Herm.''58. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A to be bought, Pl.Lg.849c, Amphis 1.4.
2 ὠνητέον, one must buy, Luc.Herm.58.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ὠνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὠνητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει ν’ ἀγοράσῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 849C, Ἄμφις ἐν «Ἀθάμαντι» 1. 2) ὠνητέον, πρέπει ν’ ἀγοράσῃ τις, Λουκ. Ἑρμότ. 58.
Greek Monotonic
ὠνητέος: -α, -ον,
1. ρημ. επίθ. του ὠνέομαι, αυτός που πρέπει να αγοραστεί, σε Πλάτ.
2. ὠνητέον, αυτό που πρέπει να αγοράσει κάποιος, σε Λουκ.
Middle Liddell
ὠνητέος, η, ον, verb. adj. of ὠνέομαι
1. to be bought, Plat.
2. ὠνητέον, one must buy, Luc.