ὀνειδιστικός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oneidistikos
|Transliteration C=oneidistikos
|Beta Code=o)neidistiko/s
|Beta Code=o)neidistiko/s
|Definition=ή, όν, [[reproachful]], [[abusive]], εἴς τι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cont.</span>7</span>; λόγοι <span class="bibl">D.S.16.93</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">M.Ant.1.10</span>, <span class="bibl">Demetr. <span class="title">Eloc.</span>289</span>.
|Definition=ὀνειδιστική, ὀνειδιστικόν, [[reproachful]], [[abusive]], εἴς τι Luc.''Cont.''7; λόγοι D.S.16.93. Adv. [[ὀνειδιστικῶς]] M.Ant.1.10, Demetr. ''Eloc.''289.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειδιστικός Medium diacritics: ὀνειδιστικός Low diacritics: ονειδιστικός Capitals: ΟΝΕΙΔΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oneidistikós Transliteration B: oneidistikos Transliteration C: oneidistikos Beta Code: o)neidistiko/s

English (LSJ)

ὀνειδιστική, ὀνειδιστικόν, reproachful, abusive, εἴς τι Luc.Cont.7; λόγοι D.S.16.93. Adv. ὀνειδιστικῶς M.Ant.1.10, Demetr. Eloc.289.

German (Pape)

[Seite 345] schmähend, tadelnd, Vorwürfe zu machen geneigt; Sp., ὀνειδιστικὸν τοῦτο εἰς τὴν τέχνην, Luc. Cont. 7, vgl. D. Mer. 1, 2. – Adv., M. Ant. 1, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
v. ὀνειδιστής.

Russian (Dvoretsky)

ὀνειδιστικός: порицающий, поносящий, возводящий хулу (εἴς τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειδιστικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, εἴς τι Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀνειδιστικός, -ἡ, -όν) ονειδιστής
προσβλητικός, υβριστικός, χλευαστικός.
επίρρ...
ονειδιστικώς και -άὀνειδιστικῶς)
με ονειδιστικό τρόπο, υβριστικώς, ταπεινωτικώς.

Greek Monotonic

ὀνειδιστικός: -ή, -όν, υβριστικός, κακοήθης, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὀνειδιστικός, ή, όν [from ὀνειδίζω
reproachful, abusive, Luc.