μυριετής: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrietis
|Transliteration C=myrietis
|Beta Code=murieth/s
|Beta Code=murieth/s
|Definition=ές, [[of]] 10,000 <b class="b2">years: of countless years</b>, χρόνος <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>94</span> (anap.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Epin.</span>987a</span>; βίος <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>745a33</span>; of a man, <span class="title">AP</span>9.242 (Antiphil.).
|Definition=μυριετές, of 10,000 years: of countless years, χρόνος A.''Pr.''94 (anap.), Pl.''Epin.''987a; βίος Arist.''GA''745a33; of a man, ''AP''9.242 (Antiphil.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐετής Medium diacritics: μυριετής Low diacritics: μυριετής Capitals: ΜΥΡΙΕΤΗΣ
Transliteration A: myrietḗs Transliteration B: myrietēs Transliteration C: myrietis Beta Code: murieth/s

English (LSJ)

μυριετές, of 10,000 years: of countless years, χρόνος A.Pr.94 (anap.), Pl.Epin.987a; βίος Arist.GA745a33; of a man, AP9.242 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 219] ές, von unendlich vielen Jahren, unendlich lang; χρόνος, Aesch. Prom. 94; Antiphil. 41 (IX, 242); Diosc. 6 (XII, 171); auch Plat. Epin. 987 e.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'un nombre infini d'années.
Étymologie: μυρίοι, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

μῡριετής: длящийся десять тысяч лет, т. е. бесконечно долгий (χρόνος Aesch.; βίος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριετής: -ές, ὁ μυρίων ἐτῶν, μακρότατος, χρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 94, Πλάτ. Ἐπιν. 987Α· βίος Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 2. 6, 52. ἐπὶ ἀνδρός, μακρόβιος, Ἀνθ. Π. 9. 242.

Greek Monolingual

μυριετής, -ές (Α)
1. αυτός που διαρκεί πάρα πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος («βεβασανισμένα χρόνῳ μυριετεῖ τε καὶ ἀπείρῳ», Πλάτ.)
2. (για πρόσωπα) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. χιλιετής].

Greek Monotonic

μῡριετής: -ές (ἔτος), αυτός που είναι 10.000 ετών, που είναι αναρίθμητων ετών, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μῡρι-ετής, ές ἔτος
of 10, 000 years: of countless years, Aesch.