εὐπήληξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efpiliks | |Transliteration C=efpiliks | ||
|Beta Code=eu)ph/lhc | |Beta Code=eu)ph/lhc | ||
|Definition=ηκος, ὁ, ἡ, < | |Definition=ηκος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[with beautiful helmet]], AP6.120 (Leon.).<br><span class="bld">2</span> [[with fine crest]], ταὧς Babr.65.1a. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
ηκος, ὁ, ἡ,
A with beautiful helmet, AP6.120 (Leon.).
2 with fine crest, ταὧς Babr.65.1a.
French (Bailly abrégé)
ηκος;
(ὁ, ἡ)
au beau casque.
Étymologie: εὖ, πήληξ.
German (Pape)
ηκος, schön gehelmt, Ἀθηναίη, Leon.Tar. 60 (VI.120).
Russian (Dvoretsky)
εὐπήληξ: ηκος adj. с красивым шлемом (Ἀθηναίη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπήληξ: ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν περικεφαλαίαν, Ἀνθ. Π. 6. 120, Βαβρ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. γέρανος.
Greek Monolingual
εὐπήληξ, -κος ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραία περικεφαλαία
2. (για πουλιά) αυτός που έχει ωραίο λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πήληξ «περικεφαλαία»].
Greek Monotonic
εὐπήληξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει γερή και όμορφη περικεφαλαία, σε Ανθ.