ἑτεροσχημάτιστος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eteroschimatistos | |Transliteration C=eteroschimatistos | ||
|Beta Code=e(terosxhma/tistos | |Beta Code=e(terosxhma/tistos | ||
|Definition= | |Definition=ἑτεροσχημάτιστον, [[differently formed]]: <b class="b3">τὸ ἑ.</b> [[change of grammatical form]], as a figure of speech, Phoeb.''Fig.''1.5. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑτεροσχημάτιστον, differently formed: τὸ ἑ. change of grammatical form, as a figure of speech, Phoeb.Fig.1.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροσχημάτιστος: -ον, διαφόρως ἐσχηματισμένος: τὸ ἑτεροσχημάτιστον, «ἑτεροσχημάτιστον δὲ ἐστιν ἐναλλαγὴ ῥήματος εἰς μετοχήν, ἤ καθ’ ἑαυτὸ ἤ μετὰ συνδέσμου, ἤ καὶ ῥήματος ἀπὸ ἐγκλίσεως εἰς ἔγκλισιν, ὡς ἴνα ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν, ‘ἐπειδὴ ἔτρεχεν ὁ δεῖνα, τόδε ἐγένετο’, εἴπω ‘τρέχοντος τοῦ δεῖνα τόδε ἐγένετο’» Φοιβάμμωνος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σ. 503.
Greek Monolingual
ἑτεροσχημάτιστος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι διαφορετικά σχηματισμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεροσχημάτιστον
η εναλλαγή γραμματικού τύπου ως ρητορικό σχήμα, όπως ενός ρήματος σε μετοχή ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχηματιστος (< σχηματίζω), πρβλ. ασχημάτιστος].