δυσωπητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysopitikos
|Transliteration C=dysopitikos
|Beta Code=duswphtiko/s
|Beta Code=duswphtiko/s
|Definition=ή, όν, [[importunate]], <span class="bibl">Id.105.15</span> (Comp.), etc. Adv. [[δυσωπητικῶς]] Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>21</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[δυσωπικῶς]]).
|Definition=δυσωπητική, δυσωπητικόν, [[importunate]], Id.105.15 (Comp.), etc. Adv. [[δυσωπητικῶς]] Sch.Ar.''Pl.''21 ([[varia lectio|v.l.]] [[δυσωπικῶς]]).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσωπητικός Medium diacritics: δυσωπητικός Low diacritics: δυσωπητικός Capitals: ΔΥΣΩΠΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dysōpētikós Transliteration B: dysōpētikos Transliteration C: dysopitikos Beta Code: duswphtiko/s

English (LSJ)

δυσωπητική, δυσωπητικόν, importunate, Id.105.15 (Comp.), etc. Adv. δυσωπητικῶς Sch.Ar.Pl.21 (v.l. δυσωπικῶς).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que causa pudor o vergüenza δυσωπητικώτερον εἰσήνεγκεν ἡμῖν, τὴν συμπάθειαν καὶ τὸ ὁμότιμον Gr.Naz.M.35.1060A.
2 molesto, inadecuado de una construcción gramatical, Eust.105.15.
II persuasivo, convincente λόγος Origenes Cels.2.11, τὰ παλαιὰ τῶν δογμάτων Basil.Spir.71.21.
III adv. δυσωπητικῶς
1 de manera desvergonzada ἔπαιξε δὲ ἅμα χαριέντως καὶ δ. Sch.Ar.Pl.21d.
2 de forma recriminatoria, censurando δ. ... εἴργει Tat.Fr.5, αὐτὸς ὁ Σωτὴρ δ. πρὸς αὐτοὺς τοὺς Ἰουδαίων ἄρχοντας προύτεινεν Eus.M.23.985A.

German (Pape)

[Seite 692] ή, όν, beschämend; bittend; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

δυσωπητικός: -ή, -όν, ἐντροπιαστικός, παρακλητικός, Εὐστ. 105. 15, κτλ.- Ἐπίρρ.-κῶς Κλήμ. Ἀλ. 547.

Greek Monolingual

δυσωπητικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που ικετεύει επίμονα.

Translations

persuasive

Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἄμαχος, ἀναπειστήριος, ἀξιοτέκμαρτος, ἀποδεικτικός, ἀσφαλής, δυσωπητικός, εὐπειθής, εὐπιθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, περαντικός, πιθανός, πιστευτικός, πιστικός, προσαγωγός, προτρεπτικός, συνακτικός, συνερκτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande