ἀπονήχομαι: Difference between revisions
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aponichomai | |Transliteration C=aponichomai | ||
|Beta Code=a)ponh/xomai | |Beta Code=a)ponh/xomai | ||
|Definition=[[escape by swimming]], [[swim away]], | |Definition=[[escape by swimming]], [[swim away]], Plb.16.3.14, Luc. ''Pisc.''50: metaph., τοῦ σώματος escape from.., Plu.2.476a; πόλεως J.''BJ''2.20.1. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
escape by swimming, swim away, Plb.16.3.14, Luc. Pisc.50: metaph., τοῦ σώματος escape from.., Plu.2.476a; πόλεως J.BJ2.20.1.
Spanish (DGE)
huir nadando c. ac. de direc. ἀκτὴν γὰρ κείνην ἀπενήχετο Hedyle SHell.456.5, ἀπενήξατο πρὸς τὴν τριημιολίαν Plb.16.3.14, abs. τοὺς δ' ἀπονηξαμένους συνέλαβε Polyaen.4.7.4
•fig. escaparse c. gen. τοῦ σώματος ὥσπερ ἐφολκίου Plu.2.476a, πόλεως ὥσπερ βαπτιζομένης νεώς I.BI 2.556.
German (Pape)
[Seite 316] wegschwimmen, so daß man entkommt, πρὸς τὴν ναῦν Pol. 16, 3; Luc. Pisc. 50; oft Plut.
French (Bailly abrégé)
s'échapper à la nage.
Étymologie: ἀπό, νήχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονήχομαι:
1 спасаться вплавь, уплывать (πρὸς τὴν ναῦν Polyb.; πάλιν Luc.);
2 выплывать (ἀπονήξασθαί τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονήχομαι: μέλλ. ἀπονήξομαι, ἀποθ., ἐκφεύγω κολυμβῶν, σῴζομαι κολυμβῶν, ἀποκολυμβῶ, ἀπενήξατο πρὸς τὴν ἐπιβοηθοῦσαν αὐτῷ τριημιολίαν Πολύβ. 16. 3, 14, Λουκ. Ἁλ. 50· ἀπό τινος, ἀπονήξασθαι καὶ φυγεῖν μὴ δυνάμενος Πλούτ. 831Ε.
Greek Monolingual
ἀπονήχομαι (Α)
1. ξεφεύγω κολυμπώντας, κολυμπώ μακριά
2. ξεφεύγω.
Greek Monotonic
ἀπονήχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., διαφεύγω κολυμπώντας, σώζομαι κολυμπώντας, σε Λουκ.