νεβρίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nevritis | |Transliteration C=nevritis | ||
|Beta Code=nebri/ths | |Beta Code=nebri/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[like a fawnskin]], <b class="b3">ν. λίθος</b>, a precious stone, | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[like a fawnskin]], <b class="b3">ν. λίθος</b>, a precious stone, Orph.''L.''748:—also [[νεβρῖτις]], ιδος, ἡ, Plin.''HN''37.175. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, like a fawnskin, ν. λίθος, a precious stone, Orph.L.748:—also νεβρῖτις, ιδος, ἡ, Plin.HN37.175.
German (Pape)
[Seite 235] ὁ, = νεβρίας, λίθος, ein dem Bacchus heiliger Stein, von seiner Farbe, Plin. H. N. 37, 10. Auch Orph. lith. 19, 1. 7 richtige Leseart für νευρίτης.
Greek (Liddell-Scott)
νεβρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς νεβρίδα, ν. λίθος, λίθος τις πολύτιμος, Ὀρφ. Λιθ. 742, Πλίν. 37. 64.
Greek Monolingual
νεβρίτης, ὁ (Α)
αυτός που μοιάζει με νεβρίδα («νεβρίτης λίθος» — πολύτιμος ιερός λίθος του Βάκχου ο οποίος έμοιαζε με δέρμα νεβρού, Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα -ίτης, δηλωτικό ονομ. λίθων (πρβλ. κογχίτης, λυχνίτης)].