ἱερακοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ierakotrofos | |Transliteration C=ierakotrofos | ||
|Beta Code=i(erakotro/fos | |Beta Code=i(erakotro/fos | ||
|Definition= | |Definition=ἱερακοτρόφον, = [[ἱερακοβοσκός]], ''Cat.Cod.Astr.''7.118,al.<br><span class="bld">II</span> [[pupil of Hierax]], Eun.''Hist.'' p.268 D. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἱερακοτρόφον, = ἱερακοβοσκός, Cat.Cod.Astr.7.118,al.
II pupil of Hierax, Eun.Hist. p.268 D.
German (Pape)
[Seite 1240] Habichte haltend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκοτρόφος: -ον, = ἱερακοβοσκός, Εὐνάπ. 95. 18.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ἱερακοτρόφος, -ον)
αυτός που τρέφει γεράκια
(νεοελλ.-μσν.) το αρσ. ως ουσ. ο ιερακοτρόφος
ο γερακάρης, αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια
αρχ.
ως ουσ. ο μαθητής του Ιέρακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -τροφος < τρέφω (πρβλ. βοοτρόφος, κυνοτρόφος)].