κοσμοποιός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kosmopoios | |Transliteration C=kosmopoios | ||
|Beta Code=kosmopoio/s | |Beta Code=kosmopoio/s | ||
|Definition= | |Definition=κοσμοποιόν, [[creating the world]], Placit.1.25.3, Dam.''Pr.''309, al.; θεός ''Theol.Ar.''43: Subst. -[[ποιός]], ὁ, [[creator]], Ph.1.2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
κοσμοποιόν, creating the world, Placit.1.25.3, Dam.Pr.309, al.; θεός Theol.Ar.43: Subst. -ποιός, ὁ, creator, Ph.1.2.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui crée le monde.
Étymologie: κόσμος, ποιέω.
German (Pape)
die Welt machend, erschaffend; Plut. plac.phil. 1.25; Philo.
Russian (Dvoretsky)
κοσμοποιός: творящий вселенную, созидающий мир (ἀνάγκη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τὸν κόσμον, Παρμενίδ. παρὰ Πλουτ. 2. 884Ε.
Greek Monolingual
κοσμοποιός, -oν (ΑM)
αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κοσμοποιός
ο πλάστης του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ζωοποιός, θεοποιός.