σταυροειδής: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stavroeidis | |Transliteration C=stavroeidis | ||
|Beta Code=stauroeidh/s | |Beta Code=stauroeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=σταυροειδές, [[like a cross]], Aët.7.37. Adv. [[σταυροειδῶς]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[σταυροτύπως]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
σταυροειδές, like a cross, Aët.7.37. Adv. σταυροειδῶς Hsch. s.v. σταυροτύπως.
German (Pape)
[Seite 930] ές, von der Gestalt eines Pfahls od. Kreuzes, Sp.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει την μορφή, το σχήμα του σταυρού (α. «σταυροειδές κόσμημα» β. «ἔκφρασις σταυροειδοῦς σημείου, ὅπερ νῦν οἱ Ῥωμαῖοι λάβαρον καλουσιν», Ευστ.)
νεοελλ.-μσν.
φρ. «σταυροειδής ναός» — σταυρεπίστεγος, σταυροθόλωτος ναός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σταυροειδές
το σχήμα του σταυρού.
επίρρ...
σταυροειδώς / σταυροειδῶς ΝΜΑ
σε σχήμα σταυρού, έτσι ώστε να σχηματίζεται σταυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -ειδής].