ὑπόπωλος: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypopolos | |Transliteration C=ypopolos | ||
|Beta Code=u(po/pwlos | |Beta Code=u(po/pwlos | ||
|Definition= | |Definition=ὑπόπωλον, [[with a foal at foot]], of a mare, Str.8.3.28, ''Hippiatr.'' 114; κάμηλος ''PGen.''30.7 (ii A. D.); cf. [[ὕπαρνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπόπωλον, with a foal at foot, of a mare, Str.8.3.28, Hippiatr. 114; κάμηλος PGen.30.7 (ii A. D.); cf. ὕπαρνος.
German (Pape)
[Seite 1230] ein Fohlen unter sich habend, es säugend, ἵππος Strab. 8, 3,28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui allaite ou élève un poulain (jument).
Étymologie: ὑπό, πῶλος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπωλος: -ον, ἐπὶ θηλείας ἵππου, ἡ ἔχουσα ὑφ’ ἑαυτὴν πῶλον, Στράβ. 351· πρβλ. ὕπαρνος, ὑπόπορτις.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ιδίως για θηλυκό άλογο) αυτός που έχει από κάτω του και θηλάζει πουλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πῶλος «πουλάρι, νεαρό ζώο» (πρβλ. ὑπέρπωλος)].
Greek Monotonic
ὑπόπωλος: -ον, αυτή που έχει ένα πουλαράκι από κάτω της, σε Στράβ.
Middle Liddell
ὑπό-πωλος, ον,
with a foal under her, Strab.