ναύφθορος: Difference between revisions
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nayfthoros | |Transliteration C=nayfthoros | ||
|Beta Code=nau/fqoros | |Beta Code=nau/fqoros | ||
|Definition= | |Definition=ναύφθορον, [[shipwrecked]], <b class="b3">ν. στολή, πέπλοι</b>, the garb [[of shipwrecked men]], E.''Hel.''1382, 1539. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ναύφθορον, shipwrecked, ν. στολή, πέπλοι, the garb of shipwrecked men, E.Hel.1382, 1539.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de naufragé.
Étymologie: ναῦς, φθείρω.
German (Pape)
= schiffbrüchig, στολή, Eur. Hel. 1398, 1555.
Russian (Dvoretsky)
ναύφθορος: пострадавший от кораблекрушения (στολή Eur.): ναύφθοροι πέπλοι Eur. лохмотья потерпевших кораблекрушение.
Greek (Liddell-Scott)
ναύφθορος: -ον, ὁ ναυαγήσας, ν. στολή, ἔνδυμα ναυαγοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 1382· ναυφθόροις ἠσθημένοι πέπλοισιν αὐτόθι 1539.
Greek Monolingual
-ο (Α ναύφθορος, -ον)
αυτός που ναυάγησε, ναυαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -φθόρος (< φθείρω)].
Greek Monotonic
ναύφθορος: -ον (φθείρω), ναυαγισμένος· ναύφθορος στολή, πέπλοι, ενδύματα ναυαγών, σε Ευρ.
Middle Liddell
ναύ-φθορος, ον φθείρω
shipwrecked, ν. στολή, πέπλοι the garb of shipwrecked men, Eur.