ἀμφιπιάζω: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfipiazo | |Transliteration C=amfipiazo | ||
|Beta Code=a)mfipia/zw | |Beta Code=a)mfipia/zw | ||
|Definition=Dor. for | |Definition=Dor. for -πιέζω, [[squeeze all round]], [[hug closely]], [τὰν χίμαρον] χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος Theoc.''Ep.''6.4. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. for -πιέζω, squeeze all round, hug closely, [τὰν χίμαρον] χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος Theoc.Ep.6.4.
Spanish (DGE)
agarrar, echar la zarpa χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος Theoc.Ep.6.4.
German (Pape)
[Seite 142] dor. für -πιέζω, zusammendrücken, Theocr. Ep. 6 (IX, 432) ἀμφεπίαξε.
French (Bailly abrégé)
presser tout autour.
Étymologie: ἀμφί, dor. πιάζω p. πιέζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιπιάζω: сжимать, сдавливать (χίμαρον χαλαῖς Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπιάζω: Δωρ. ἀντὶ πιέζω, συμπιέζω ὁλόγυρα, στενῶς περιπτύσσομαι, [τὰν χίμαρον] χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος Θεοκρ. Ἐπιγρ. 6. 4.
Greek Monolingual
ἀμφιπιάζω (Α)
συνθλίβω, πιέζω, σφίγγω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πιάζω, δωρ. τ. του πιέζω.
Greek Monotonic
ἀμφιπιάζω: Δωρ. αντί -πιέζω, συμπιέζω ολόγυρα, συσφίγγω στενά, σε Θεόκρ.