ἀμφιπιάζω
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
Dor. for -πιέζω, squeeze all round, hug closely, [τὰν χίμαρον] χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος Theoc.Ep.6.4.
Spanish (DGE)
agarrar, echar la zarpa χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος Theoc.Ep.6.4.
German (Pape)
[Seite 142] dor. für -πιέζω, zusammendrücken, Theocr. Ep. 6 (IX, 432) ἀμφεπίαξε.
French (Bailly abrégé)
presser tout autour.
Étymologie: ἀμφί, dor. πιάζω p. πιέζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιπιάζω: сжимать, сдавливать (χίμαρον χαλαῖς Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπιάζω: Δωρ. ἀντὶ πιέζω, συμπιέζω ὁλόγυρα, στενῶς περιπτύσσομαι, [τὰν χίμαρον] χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος Θεοκρ. Ἐπιγρ. 6. 4.
Greek Monolingual
ἀμφιπιάζω (Α)
συνθλίβω, πιέζω, σφίγγω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πιάζω, δωρ. τ. του πιέζω.
Greek Monotonic
ἀμφιπιάζω: Δωρ. αντί -πιέζω, συμπιέζω ολόγυρα, συσφίγγω στενά, σε Θεόκρ.