ἀμφιπιάζω

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπιάζω Medium diacritics: ἀμφιπιάζω Low diacritics: αμφιπιάζω Capitals: ΑΜΦΙΠΙΑΖΩ
Transliteration A: amphipiázō Transliteration B: amphipiazō Transliteration C: amfipiazo Beta Code: a)mfipia/zw

English (LSJ)

Dor. for -πιέζω, squeeze all round, hug closely, [τὰν χίμαρον] χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος Theoc.Ep.6.4.

Spanish (DGE)

agarrar, echar la zarpa χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος Theoc.Ep.6.4.

German (Pape)

[Seite 142] dor. für -πιέζω, zusammendrücken, Theocr. Ep. 6 (IX, 432) ἀμφεπίαξε.

French (Bailly abrégé)

presser tout autour.
Étymologie: ἀμφί, dor. πιάζω p. πιέζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπιάζω: сжимать, сдавливать (χίμαρον χαλαῖς Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπιάζω: Δωρ. ἀντὶ πιέζω, συμπιέζω ὁλόγυρα, στενῶς περιπτύσσομαι, [τὰν χίμαρον] χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος Θεοκρ. Ἐπιγρ. 6. 4.

Greek Monolingual

ἀμφιπιάζω (Α)
συνθλίβω, πιέζω, σφίγγω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πιάζω, δωρ. τ. του πιέζω.

Greek Monotonic

ἀμφιπιάζω: Δωρ. αντί -πιέζω, συμπιέζω ολόγυρα, συσφίγγω στενά, σε Θεόκρ.