μυχόθεν: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mychothen | |Transliteration C=mychothen | ||
|Beta Code=muxo/qen | |Beta Code=muxo/qen | ||
|Definition=Adv. [[from the inmost part of the house]], [[from the women's chambers]], | |Definition=Adv. [[from the inmost part of the house]], [[from the women's chambers]], A.''Ag.''96 (anap.), ''Ch.''35 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. from the inmost part of the house, from the women's chambers, A.Ag.96 (anap.), Ch.35 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 224] aus dem Innersten, Aesch. Ag. 96, φόβος ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε Ch. 35.
French (Bailly abrégé)
adv.
du fond.
Étymologie: μυχός, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
μῠχόθεν: adv. из (глубины) дома, изнутри Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
μῠχόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μυχοῦ τῆς οἰκίας, ἐκ τοῦ γυναικῶνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 96, Χο. 35.
Greek Monolingual
μυχόθεν (Α)
επίρρ. από τον μυχό, από τα εσώτατα δωμάτια του σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + επιρρμ. κατάλ. -θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. θεόθεν, κυκλόθεν)].
Greek Monotonic
μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
• μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μυχός
adv. from the inmost part of the house, from the women's chambers, Aesch.