βαρύγυιος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=varygyios | |Transliteration C=varygyios | ||
|Beta Code=baru/guios | |Beta Code=baru/guios | ||
|Definition= | |Definition=βαρύγυιον, [[weighing down the limbs]], [[wearisome]], κέλευθα Opp.''H.''5.63; νοῦσος ''AP''6.190.9 (Gaet.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
βαρύγυιον, weighing down the limbs, wearisome, κέλευθα Opp.H.5.63; νοῦσος AP6.190.9 (Gaet.).
Spanish (DGE)
(βᾰρύγυιος) -ον
que fatiga los miembros, agotador νοῦσος AP 6.190.9 (Gaet.), κέλευθα Opp.H.5.63.
German (Pape)
[Seite 433] gliederbeschwerend, -lähmend, νοῦσος Gaetul. 3 (VI, 190); κέλευθα Opp. Hal. 5, 63.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui alourdit les membres, fatigant, accablant.
Étymologie: βαρύς, γυῖον.
Russian (Dvoretsky)
βαρύγυιος: сковывающий члены, лишающий сил, изнурительный (νοῦσος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύγυιος: -ον, ὁ βάρος προξενῶν εἰς τὰ μέλη, κοπιαστικός, κέλευθα Ὀππ. Ἁλ. 5. 63· νοῦσος Ἀνθ. ΙΙ. 6. 190.
Greek Monolingual
βαρύγυιος, -ον (Α)
αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος, κοπιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γυίον στον πληθ. «τα μέλη του σώματος»].
Greek Monotonic
βᾰρύγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που προκαλεί βάρος στα μέλη του σώματος, κοπιαστικός, εξοντωτικός, σε Ανθ.