λοφιήτης: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lofiitis
|Transliteration C=lofiitis
|Beta Code=lofih/ths
|Beta Code=lofih/ths
|Definition=ου, ὁ, [[dweller on the hills]], [[epithet]] of Pan, formed like [[πολιήτης]], <span class="title">AP</span>6.79 (Agath.).
|Definition=λοφιήτου, ὁ, [[dweller on the hills]], [[epithet]] of Pan, formed like [[πολιήτης]], ''AP''6.79 (Agath.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφῐήτης Medium diacritics: λοφιήτης Low diacritics: λοφιήτης Capitals: ΛΟΦΙΗΤΗΣ
Transliteration A: lophiḗtēs Transliteration B: lophiētēs Transliteration C: lofiitis Beta Code: lofih/ths

English (LSJ)

λοφιήτου, ὁ, dweller on the hills, epithet of Pan, formed like πολιήτης, AP6.79 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui habite les collines (Pan).
Étymologie: λοφιά.

German (Pape)

ὁ, der Hügelbewohner, Pan, ὦ λοφιῆτα, Agath. 37 (VI.79); vgl. Lobeck zu Phryn. 700.

Russian (Dvoretsky)

λοφιήτης: ου ὁ обитатель холмов (эпитет Пана) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λοφιήτης: -ου, ὁ, (λόφος) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, πολιήτης, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.

Greek Monolingual

λοφιήτης, ὁ (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. κατά το πολιήτης.

Greek Monotonic

λοφῐήτης: -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λοφιήτης, ου, ὁ, [from λοφιά
a dweller on the hills, of Pan, Anth.