σύγκαιρος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkairos | |Transliteration C=sygkairos | ||
|Beta Code=su/gkairos | |Beta Code=su/gkairos | ||
|Definition= | |Definition=σύγκαιρον, [[of the season]], ἄνθη Alciphr.3.16; [[seasonable]], [[suitable]], τῇ ὥρᾳ Anon. ap. Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:26, 25 August 2023
English (LSJ)
σύγκαιρον, of the season, ἄνθη Alciphr.3.16; seasonable, suitable, τῇ ὥρᾳ Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 963] zur Zeit passend, zeitgemäß, übh. angemessen, bequem, Alcilphr. 3, 16; Suid.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκαιρος: -ον, ἔγκαιρος, ὁ κατὰ τὸν προσήκοντα καιρὸν ἢ κατὰ τὴν προσήκουσαν ἐποχὴν φαινόμενος, ἄνθη Ἀλκίφρων 3. 16· ἁρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος, χειμῶνος ὥρα ἦν, καὶ πῦρ ἐξέκαυσε τῇ ὥρᾳ σύγκαιρον Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύγκαιρος, -ον, ΝΑ
έγκαιρος
νεοελλ.
σύγχρονος
αρχ.
αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος.
επίρρ...
σύγκαιρα Ν
1. έγκαιρα
2. συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -καιρός (< καιρός), πρβλ. ἐπίκαιρος, πρόσκαιρος].