σκαφιόκουρος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skafiokouros | |Transliteration C=skafiokouros | ||
|Beta Code=skafio/kouros | |Beta Code=skafio/kouros | ||
|Definition= | |Definition=σκαφιόκουρον, [[one with his hair cut in the fashion]] [[σκάφιον]] (A) II.1, ''Com.Adesp.''34 D. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
σκαφιόκουρον, one with his hair cut in the fashion σκάφιον (A) II.1, Com.Adesp.34 D.
German (Pape)
[Seite 890] der sich ein σκάφιον scheeren läßt, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σκαφιόκουρος: -ον, ὁ ἔχων τὴν κόμην του κεκαρμένην κατὰ τὸν τρόπον τὸν καλούμενον σκάφιον (ΙΙ), Φώτ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τα μαλλιά του κομμένα στο σχήμα που ονομάζεται σκάφιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφιον «σκυθικός τρόπος κουρέματος τών μαλλιών» + -κουρος (< κουρά), πρβλ. νεόκουρος].