φυγόξενος: Difference between revisions
πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fygoksenos | |Transliteration C=fygoksenos | ||
|Beta Code=fugo/cenos | |Beta Code=fugo/cenos | ||
|Definition= | |Definition=φυγόξενον, [[shunning strangers]], [[inhospitable]], φυγόξενος [[στρατός]] Pi.''O.''11(10).17. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:31, 25 August 2023
English (LSJ)
φυγόξενον, shunning strangers, inhospitable, φυγόξενος στρατός Pi.O.11(10).17.
German (Pape)
[Seite 1312] Fremde, Gastfreunde scheuend, ihnen abhold, = κακόξενος, Pind. Ol. 10, 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fuit les hôtes ou l'hospitalité, inhospitalier.
Étymologie: φεύγω, ξένος.
Russian (Dvoretsky)
φῠγόξενος: избегающий иноземцев, т. е. негостеприимный Pind.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγόξενος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, φυγόξενος στρατός, οἱ Δωριεῖς, Πινδ. Ο. 11 (10). 18. πρβλ. ξενηλασία.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αποφεύγει τους ξένους, αφιλόξενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + ξένος (πρβλ. φιλόξενος)].
Greek Monotonic
φῠγόξενος: -ον, αυτός που αποφεύγει τους ξένους, αφιλόξενος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
φῠγό-ξενος, ον,
shunning strangers, inhospitable, Pind.