συνδαίτης: Difference between revisions
From LSJ
ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syndaitis | |Transliteration C=syndaitis | ||
|Beta Code=sundai/ths | |Beta Code=sundai/ths | ||
|Definition= | |Definition=συνδαίτου, ὁ, = [[συνδαίτωρ]], Luc.''Ep.Sat.''36; fem. voc. [[σύνδαιτι]], Orph.''H.''55.10. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=συνδαίτης -ου, ὁ zie συνδαίτωρ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
συνδαίτου, ὁ, = συνδαίτωρ, Luc.Ep.Sat.36; fem. voc. σύνδαιτι, Orph.H.55.10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδαίτης -ου, ὁ zie συνδαίτωρ.
Russian (Dvoretsky)
συνδαίτης: ου ὁ Luc. = συνδαίτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδαίτης: -ου ὁ. = συνδαίτωρ, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 36· θηλ. κλητ. σύνδαιτι, Ὀρφ. Ὕμν. 55. 10.
Greek Monolingual
ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α
ο συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. λαιμοδαίτης].
Greek Monotonic
συνδαίτης: -ου, ὁ, = συνδαίτωρ, σε Λουκ.