πολύγαμος: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polygamos | |Transliteration C=polygamos | ||
|Beta Code=polu/gamos | |Beta Code=polu/gamos | ||
|Definition= | |Definition=πολύγαμον, [[often-married]], or, [[living in polygamy]], Poll.3.48, Ptol.''Tetr.''183. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύγαμον, often-married, or, living in polygamy, Poll.3.48, Ptol.Tetr.183.
German (Pape)
[Seite 660] oft verheirathet, ein Mann, welcher mehrere Frauen, und eine Frau, welche mehrere Männer nimmt, Sp., vgl. Poll.
Greek (Liddell-Scott)
πολύγᾰμος: -ον, ὁ πολλάκις εἰς γάμον ἐλθών, ἢ ἔχων πολλὰς γυναῖκας, ζῶν ἐν πολυγαμίᾳ, Πολυδ. Γ΄, 48· ― πολυγᾰμέω, ζῶ ἐν πολυγαμίᾳ, ἔχω πολλὰς γυναῖκας, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο
/ πολύγαμος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει συγχρόνως πολλές συζύγους
2. (για άνδρα) παντρεμένος πολλές φορές
νεοελλ.
(για γυναίκα)
1. αυτή που έχει συγχρόνως πολλούς συζύγους
2. (για γυναίκα) παντρεμένη πολλές φορές
3. φρ. «πολύγαμο φυτό» — φυτό του οποίου ένα άτομο φέρει τόσο ερμαφρόδιτα όσο και μονογενή άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γάμος (πρβλ. μονόγαμος). Η λ., ως επιστημονικός όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polygamous].