ἀνθεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anthektikos
|Transliteration C=anthektikos
|Beta Code=a)nqektiko/s
|Beta Code=a)nqektiko/s
|Definition=ή, όν, [[clinging to]], [[attached to]], τινός <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.11.3</span>.
|Definition=ἀνθεκτική, ἀνθεκτικόν, [[clinging to]], [[attached to]], τινός Arr.''Epict.''4.11.3.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθεκτικός Medium diacritics: ἀνθεκτικός Low diacritics: ανθεκτικός Capitals: ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anthektikós Transliteration B: anthektikos Transliteration C: anthektikos Beta Code: a)nqektiko/s

English (LSJ)

ἀνθεκτική, ἀνθεκτικόν, clinging to, attached to, τινός Arr.Epict.4.11.3.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
participante c. gen. τοῦ καθαρίου de la limpieza Arr.Epict.4.11.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀντέχηταί τινος, νὰ προσκολλᾶται εἰς αὐτό, καὶ τοῦ καθαροῦ καὶ τοῦ καθαρίου εἰσὶν ἀνθεκτικοὶ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνθεκτικός, -ή, -όν) αντέχω
νεοελλ.
1. ο στερεός, αυτός που δεν υποχωρεί
2. μτφ. αυτός που αντέχει, δείχνει κουράγιο, θάρρος
αρχ.
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συγκρατιέται γερά, να μένει προσκολλημένος σε κάτι ή κάποιον («τοῦ καθαροῦ εἰσιν ἀνθεκτικοί»).

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει τήν ἰδιότητα νά πιάνεται ἀπό κάτι). Ἀπό τό ἀντί + ἑκτικός τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.