ἀσφαραγέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asfarageo
|Transliteration C=asfarageo
|Beta Code=a)sfarage/w
|Beta Code=a)sfarage/w
|Definition=([[ἀ-]] euph., [[σφαραγέω]]) [[resound]], [[clang]], of armed men, <span class="bibl">Theoc.17.94</span> (dub. l.).
|Definition=(ἀ- euph., [[σφαραγέω]]) [[resound]], [[clang]], of armed men, Theoc.17.94 (dub. l.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφᾰρᾰγέω Medium diacritics: ἀσφαραγέω Low diacritics: ασφαραγέω Capitals: ΑΣΦΑΡΑΓΕΩ
Transliteration A: aspharagéō Transliteration B: aspharageō Transliteration C: asfarageo Beta Code: a)sfarage/w

English (LSJ)

(ἀ- euph., σφαραγέω) resound, clang, of armed men, Theoc.17.94 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 381] (α euphon.), rauschen, tosen, Theocr. 17, 94, Mein. lies't ἀμφαγέρονται.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire du bruit par entrechoquement en parl. d'un homme en armes.
Étymologie: , σφαραγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσφᾰραγέω: бряцать, лязгать (χαλκῷ Thuc. - v.l. к ἀμφαγείρομαι).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφᾰρᾰγέω: (α εὐφων. σφαραγέω) ἀντηχῶ, κλαγγὴν ποιῶ, ἐπὶ ἐνόπλων ἀνδρῶν, πολλοὶ δὲ οἱ ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀσφαραγεῦντι Θεόκρ. 17. 94· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ πολλοῖ δὲ μιν ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀμφαγέρονται.

Greek Monotonic

ἀσφᾰρᾰγέω: μέλ. -ήσω (α ευφωνικό, σφαραγέω), αντηχώ, δημιουργώ οξύ μεταλλικό ήχο, λέγεται για οπλισμένους άντρες, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

σφαραγέω, to resound, clang, of armed men, Theocr.