νυμφαγενής: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nymfagenis | |Transliteration C=nymfagenis | ||
|Beta Code=numfagenh/s | |Beta Code=numfagenh/s | ||
|Definition= | |Definition=νυμφαγενές, [[nymph-born]], Telest.1.5; of Pan, as [[reared by Nymphs]], Euph. 109. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
νυμφαγενές, nymph-born, Telest.1.5; of Pan, as reared by Nymphs, Euph. 109.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφᾱγενής: -ές, ὁ ἐκ νύμφης γεννηθείς, Τελέστης, 1, 6.
Greek Monolingual
νυμφαγενής και νυμφηγε
νής και νυμφογενής -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε από Νύμφη
2. (για τον Πάνα) αυτός που ανατράφηκε από Νύμφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής. Οι τ. νυμφαγενής και νυμφηγενής με -ᾱ- και -η-, για μετρικούς λόγους].
German (Pape)
[ᾱ], ές, von einer Nymphe geboren, stammend, Telest. bei Ath. XIV.616.