συνανακομίζω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synanakomizo
|Transliteration C=synanakomizo
|Beta Code=sunanakomi/zw
|Beta Code=sunanakomi/zw
|Definition=in Med., [[help]] one [[to recover]], τοῖς Ἀμφικτύοσι τοὺς νόμους <span class="bibl">Plb.4.25.8</span>.
|Definition=in Med., [[help]] one to [[recover]], τοῖς Ἀμφικτύοσι τοὺς νόμους Plb.4.25.8.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανακομίζω Medium diacritics: συνανακομίζω Low diacritics: συνανακομίζω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: synanakomízō Transliteration B: synanakomizō Transliteration C: synanakomizo Beta Code: sunanakomi/zw

English (LSJ)

in Med., help one to recover, τοῖς Ἀμφικτύοσι τοὺς νόμους Plb.4.25.8.

German (Pape)

[Seite 999] mit oder zugleich zurückbringen, wiederherstellen, συνανακομιεῖσθαι τοῖς Ἀμφικτυόσι τοὺς νόμους, Pol. 4, 25, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συνανακομίζω: ὁμοῦ ἀνακομίζω, συνεργῶ ὥστε νὰ ἔλθῃ τι εἰς τὴν προτέραν του κατάστασιν, Πολύβ. 4. 25, 8, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ.

Greek Monolingual

ΜΑ
ξαναφέρνω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάστασή του
αρχ.
παθ. συνανακομίζομαι
προσφέρομαι μαζί με άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακομίζω «επαναφέρω, παίρνω μαζί μου»].