ῥινηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rinilatis
|Transliteration C=rinilatis
|Beta Code=r(inhla/ths
|Beta Code=r(inhla/ths
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ου</b>, ὁ, [[one who tracks by scent]], <b class="b3">κύων ῥ</b>. <span class="bibl">Poll.2.74</span>.
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[one who tracks by scent]], <b class="b3">κύων ῥ.</b> Poll.2.74.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑνηλάτης Medium diacritics: ῥινηλάτης Low diacritics: ρινηλάτης Capitals: ΡΙΝΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: rhinēlátēs Transliteration B: rhinēlatēs Transliteration C: rinilatis Beta Code: r(inhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, one who tracks by scent, κύων ῥ. Poll.2.74.

German (Pape)

[Seite 844] ὁ, der mit der Nase, mit dem Geruch Auftreibende, Aufspürende, bes. vom Hunde, Poll. 2, 74.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui suit en flairant la piste (chien).
Étymologie: ῥίς, ἐλαύνω.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνηλάτης: -ου, [ᾰ] ὁ, (ἐλαύνω) ὁ διὰ τῆς ῥινὸς ἰχνηλατῶν ἀνιχνεύων, κύων ῥ. Πολυδ. Β΄, 74.

Greek Monolingual

ο / ῥινηλάτης, ΝΑ
αυτός που βρίσκει τα ίχνη με τη μύτη, με την όσφρηση («κύων ῥινηλάτης», Ιουλ. Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιχν-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ῥῑνηλάτης: -ου, ὁ (ἐλαύνω), ιχνηλάτης μέσω της όσφρησης, λέγεται για κυνηγόσκυλα, λαγωνικά, ῥῑνηλάτης κύων.

Middle Liddell

ῥῑν-ηλάτης, ου, ὁ, ἐλαύνω
one who tracks by scent, of hounds.