ὑπόχυμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypochyma | |Transliteration C=ypochyma | ||
|Beta Code=u(po/xuma | |Beta Code=u(po/xuma | ||
|Definition=ατος, τό, [[cataract]] in the eye, Dsc.3.81, Gal.10.119, Aq. | |Definition=-ατος, τό, [[cataract]] in the eye, Dsc.3.81, Gal.10.119, Aq. ''Le.''21.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, cataract in the eye, Dsc.3.81, Gal.10.119, Aq. Le.21.20.
German (Pape)
[Seite 1240] τό, das unterlaufene, verdunkelte Auge, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχῡμα: τό, ὑγρόν τι διακεχυμένον κατὰ τὸν κερατοειδῆ καὶ ἐμποδίζον τὴν ὅρασιν, ὑπόχυμά ἐστιν ὑγροῦ πῆξις τοῦ ὑδατώδους, μᾶλλον ἢ ἧττον ἐμποδίζουσα τὸ ὁρᾶν Γαλην. Ὅροι Ἰατρ. τ. 19, σ. 438, § τξγ΄, Κλήμ. Ἀλ. 114· «ὑπόχυμά ἐστιν ἀργοῦ ὑγροῦ σύστασις ἐπὶ τὸν κερατοειδῆ χιτῶνα κατὰ τὴν κόρην, ἐμποδίζουσα τὸ ὁρᾶν, ἢ τὸ τρανῶς ὁρᾶν», Παῦλ. Αἰγιν. 6, 21.
Greek Monolingual
το / ὑπόχυμα, -ύματος, ΝΑ ὑποχέω
ιατρ. η οφθαλμική πάθηση καταρράκτης.