σιδηροδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sidirodaktylos | |Transliteration C=sidirodaktylos | ||
|Beta Code=sidhroda/ktulos | |Beta Code=sidhroda/ktulos | ||
|Definition= | |Definition=σιδηροδάκτυλον, [[iron-fingered]], κρεάγρη ''AP''6.101 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
σιδηροδάκτυλον, iron-fingered, κρεάγρη AP6.101 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 879] eisenfingerig, mit eisernen Fingern, κρεάγρα, Philp. 13 (VI, 101).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux doigts de fer.
Étymologie: σίδηρος, δάκτυλος.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροδάκτῠλος: с железными пальцами, т. е. зубьями (κρεάγρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων δακτύλους ἐκ σιδήρου, κρεάγρα Ἀνθ. Π. 6. 101.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ροδοδάκτυλος.
Greek Monotonic
σῐδηροδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα, σε Ανθ.
Middle Liddell
σῐδηρο-δάκτῠλος, ον,
iron-fingered, Anth.