βροτοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vrotoskopos
|Transliteration C=vrotoskopos
|Beta Code=brotosko/pos
|Beta Code=brotosko/pos
|Definition=ον, [[taking note of man]], Ερινύες <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>499</span> (lyr.).
|Definition=βροτοσκόπον, [[taking note of man]], Ερινύες A.''Eu.''499 (lyr.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροτοσκόπος Medium diacritics: βροτοσκόπος Low diacritics: βροτοσκόπος Capitals: ΒΡΟΤΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: brotoskópos Transliteration B: brotoskopos Transliteration C: vrotoskopos Beta Code: brotosko/pos

English (LSJ)

βροτοσκόπον, taking note of man, Ερινύες A.Eu.499 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
que acecha a los mortales epít. de las Erinis, A.Eu.499.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui surveille les mortels.
Étymologie: βροτός, σκέπτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βροτοσκόπος -ον βροτός, σκοπός die stervelingen in de gaten houdt.

German (Pape)

μαινάδες, der Menschen Handlungen erspähend, beobachtend, Aesch. Eum. 476.

Russian (Dvoretsky)

βροτοσκόπος: наблюдающий за смертными (μαινάδες, sc. Ἐρινύες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

βροτοσκόπος: -ον, παρατηρῶν τὸν ἄνθρωπον, παρακολουθῶν, ἐπίθ. τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 499.

Greek Monolingual

βροτοσκόπος, -ον (Α)
εκείνος που παρατηρεί ή παρακολουθεί τους θνητούς και τις πράξεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + -σκοπος < σκοπός.

Greek Monotonic

βροτοσκόπος: -ον (σκοπέω), αυτός που κατασκοπεύει κάποιον άνθρωπο, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σκοπέω
taking note of man, Aesch.