ἀχρησία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=achrisia | |Transliteration C=achrisia | ||
|Beta Code=a)xrhsi/a | |Beta Code=a)xrhsi/a | ||
|Definition=ἡ, (χράομαι) [[disuse]], [[non-user]], Anon. | |Definition=ἡ, ([[χράομαι]]) [[disuse]], [[non-user]], Anon. ''in Rh.''17.37. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (χράομαι) disuse, non-user, Anon. in Rh.17.37.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ desuso op. χρῆσις de la riqueza, Anon.in Rh.17.37.
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, der Nichtgebrauch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρησία: ἡ, (χράομαι) ἔλλειψις χρήσεως, Πανδέκτ.
Greek Monolingual
η (AM ἀχρησία) χρήσις
η μη χρησιμοποίηση
νεοελλ.
(νομ.) λόγος απόσβεσης των «δουλειών» εξαιτίας της μη άσκησής τους από τον δικαιούχο για μία ολόκληρη εικοσαετία.