μητροφθόρος: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mitrofthoros | |Transliteration C=mitrofthoros | ||
|Beta Code=mhtrofqo/ros | |Beta Code=mhtrofqo/ros | ||
|Definition= | |Definition=μητροφθόρον, [[defiling one's mother]], AP9.498, Agath.2.31. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:02, 25 August 2023
English (LSJ)
μητροφθόρον, defiling one's mother, AP9.498, Agath.2.31.
German (Pape)
[Seite 180] die Mutter verderbend, mordend, Ep. ad. 633 (IX, 498).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui souille sa mère.
Étymologie: μήτηρ, φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
μητροφθόρος: губящий свою мать Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μητροφθόρος: -ον, ὁ φονεύων τὴν ἰδίαν μητέρα, μητροκτόνος, Ἀνθ. Π. 9. 498. 2) ὁ ἐλθὼν εἰς σαρκικὴν μῖξιν μετὰ τῆς ἑαυτοῦ μητρός, Ἀγαθ. 134, 8.
Greek Monolingual
μητροφθόρος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώνει τη μητέρα του, μητροκτόνος
2. αυτός που έρχεται σε σαρκική μίξη με τη μητέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος.
Greek Monotonic
μητροφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που φονεύει τη μητέρα του, σε Ανθ.