μονόχειρ: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monocheir | |Transliteration C=monocheir | ||
|Beta Code=mono/xeir | |Beta Code=mono/xeir | ||
|Definition=χειρος, ὁ, ἡ, [[with but one hand]], | |Definition=χειρος, ὁ, ἡ, [[with but one hand]], Nicom. ''Ar.''1.15. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:12, 25 August 2023
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, with but one hand, Nicom. Ar.1.15.
German (Pape)
[Seite 206] ειρος, einhändig, Nicom. Ar. 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
μονόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μίαν μόνην χεῖρα, Νικόμαχ. ἐν Ἀριθμ. Εἰσαγωγ. 1. 15.
Greek Monolingual
ο, η, αρσ. και μονόχειρας (ΑΜ μονόχειρ)
αυτός που έχει ένα μόνο χέρι, κουλοχέρης, κουλός, μονοχέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + χειρ (πρβλ. αδικόχειρ, μαλακόχειρ)].