δύστοκος: Difference between revisions
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dystokos | |Transliteration C=dystokos | ||
|Beta Code=du/stokos | |Beta Code=du/stokos | ||
|Definition= | |Definition=δύστοκον, [[born for mischief]], δάκος E.''Fr.''863. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
δύστοκον, born for mischief, δάκος E.Fr.863.
Spanish (DGE)
-ον
1 nacido para causar desgracia λύγκα, δ. δάκος E.Fr.863.
2 difícil de parir δύστοκα μὲν γὰρ εἶναι τὰ τεθνηκότα Porph.Gaur.5.3.
3 que pare con dificultad, que le cuesta parir (αἱ γυναῖκες) κατὰ δὲ σκοτομηνίας δύστοκοι ἄγαν Chrysipp.Stoic.2.212, ἔτι δὲ ἄνω κειμένων τῶν ὑστερῶν ἀνάγκη δυστόκους γίνεσθαι Phlp.in GA 16.6.
German (Pape)
[Seite 689] schwer gebärend; zum Unheil geboren, Eur. bei Ael. H. A. 14, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfanté pour le malheur, funeste.
Étymologie: δυσ-, τίκτω.
Russian (Dvoretsky)
δύστοκος: рожденный на беду (δάκος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δύστοκος: -ον, μετὰ πόνου γεννῶν. ― Ἐπίρρ. δυστόκως ἔχειν Εὐστ. Πονημ. 326. 53. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κακῷ γεννηθείς, Εὐρ. Ἀποσπ. 855.
Greek Monolingual
, -η, -ο (AM δύστοκος, -ον)
αυτή που έχει δύσκολο τοκετό
αρχ.
αυτός που γεννήθηκε για κακό.
Greek Monotonic
δύστοκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννά με πόνο.