ἐπισκοπία: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=episkopia | |Transliteration C=episkopia | ||
|Beta Code=e)piskopi/a | |Beta Code=e)piskopi/a | ||
|Definition=ἡ, = [[εὐστοχία]], condemned by | |Definition=ἡ, = [[εὐστοχία]], condemned by Poll.6.205. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:28, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = εὐστοχία, condemned by Poll.6.205.
German (Pape)
[Seite 979] ἡ, = εὐστοχία, Poll. 6, 205; aber Ep. ad. (App. 315), τὴν γλυκερὴν ἡλίου ἐπισκοπίην ἔλιπον, nach Jac. em., das Beschauen.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de lancer ses rayons.
Étymologie: ἐπίσκοπος¹.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκοπία: ἡ созерцание, видение (ἡλίου Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκοπία: ἡ, = εὐστοχία, ἀλλ’ ἀπορρίπτεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. (Ϛ΄, 205). ΙΙ. πρόσβλεψις, παρατήρησις, ἡλίου Ἀνθ. Π. παράρτ. 315. ΙΙΙ. = ἐπισκοπή, Εὐσέβ. ΙΙ. 1136Α, Ἐπιφάν. ΙΙ. 220Β.
Greek Monolingual
ἐπισκοπία, ἡ (Α)
1. η ευστοχία
2. παρατήρηση
3. η επισκοπή.
Greek Monotonic
ἐπισκοπία: ἡ (ἐπισκοπέω), πρόσβλεψη, ενατένιση, παρατήρηση, σε Ανθ.