κατηγορουμένως: Difference between revisions Search Google

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katigoroumenos
|Transliteration C=katigoroumenos
|Beta Code=kathgoroume/nws
|Beta Code=kathgoroume/nws
|Definition=v. [[κατηγορέω]] <span class="bibl">111.2</span>.
|Definition=v. [[κατηγορέω]] III.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατηγορουμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κατηγορηματικά, απερίφραστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. ενεστ. [[κατηγορούμενος]] του ρ. <i>κατηγοροῦμαι</i>].
|mltxt=[[κατηγορουμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κατηγορηματικά, απερίφραστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. ενεστ. [[κατηγορούμενος]] του ρ. <i>κατηγοροῦμαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

v. κατηγορέω III.2.

Greek Monolingual

κατηγορουμένως (Α)
επίρρ. κατηγορηματικά, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος του ρ. κατηγοροῦμαι].