Κελτοί: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Keltoi | |Transliteration C=Keltoi | ||
|Beta Code=*keltoi/ | |Beta Code=*keltoi/ | ||
|Definition=οἱ, [[Celts]], Hdt.2.33, X.''HG''7.1.20, Plb.1.13.4:—later [[Κέλται]], Str.4.1.1, etc.:—hence [[Κελτικός]], ή, όν, [[Celtic]], [[Gallic]], Id.3.1.3: —poet. [[Κελτός]], ή, όν, Call.''Del.''173:—fem. [[Κελτίς]], ίδος, ''AP''10.21 (Phld.); ἡ [[Κελτική]] = the [[country of the Celts]] or [[country of the Gauls]], Arist.''HA''606b4, Str.4.1.1; ἡ [[Κελτία]] Foed. ap. Plb.7.9.6. | |Definition=οἱ, [[Celts]], [[Herodotus|Hdt.]]2.33, X.''HG''7.1.20, Plb.1.13.4:—later [[Κέλται]], Str.4.1.1, etc.:—hence [[Κελτικός]], ή, όν, [[Celtic]], [[Gallic]], Id.3.1.3: —poet. [[Κελτός]], ή, όν, Call.''Del.''173:—fem. [[Κελτίς]], ίδος, ''AP''10.21 (Phld.); ἡ [[Κελτική]] = the [[country of the Celts]] or [[country of the Gauls]], Arist.''HA''606b4, Str.4.1.1; ἡ [[Κελτία]] Foed. ap. Plb.7.9.6. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
οἱ, Celts, Hdt.2.33, X.HG7.1.20, Plb.1.13.4:—later Κέλται, Str.4.1.1, etc.:—hence Κελτικός, ή, όν, Celtic, Gallic, Id.3.1.3: —poet. Κελτός, ή, όν, Call.Del.173:—fem. Κελτίς, ίδος, AP10.21 (Phld.); ἡ Κελτική = the country of the Celts or country of the Gauls, Arist.HA606b4, Str.4.1.1; ἡ Κελτία Foed. ap. Plb.7.9.6.
Greek (Liddell-Scott)
Κελτοί: οἱ, οἱ κάτοικοι τῆς Γαλατίας, Ἡρόδ. 2. 33, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 20, Πολύβ. (ὅστις μεταχειρίζεται καὶ τὸ Γαλάται)· παρὰ μεταγεν. καὶ Κέλται, Στράβ. 176, Διόδ.· παρὰ Καλλ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 173 Κένται ἀντὶ Κέλται, ὡς φίντατος ἀντὶ φίλτατος·- ἐντεῦθεν Κελτικός, ή, όν, Γαλατικός, Γαλλικός, Στράβ. 137· ποιητ. Κελτός, ή, όν, Κάλλ. εἰς Δῆλ. 173· θηλ. Κελτίς, ίδος, Ἀνθ. ΙΙ. 10. 21·- ἡ Κελτική, ἡ χώρα τῶν Κελτῶν ἢ Γαλατῶν, Γαλατία, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 9· Κ. ἡ ὑπὲρ τῶν Ἄλπεων, καὶ ἡ ἐντὸς τῶν Ἄλπεων, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἡ Κελτία, Συνθήκη παρὰ Πολυβ. 7. 9, 6.
Greek Monotonic
Κελτοί: οἱ, οι Κέλτες, σε Ηρόδ., Ξεν.· απ' όπου, Κελτικός, -ή, -όν, Κελτικός, Γαλατικός, θηλ. Κελτίς, -ίδος, σε Ανθ.