προσεμφερής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosemferis
|Transliteration C=prosemferis
|Beta Code=prosemferh/s
|Beta Code=prosemferh/s
|Definition=προσεμφερές, [[resembling]], φυσητῆρες αὐλοῖσι προσεμφερέστατοι Hdt.4.2, cf. E.''Fr.''382.13, X.''Smp.''4.19, Arist.''HA'' 629a31, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.10.1, al., Epicur.''Ep.''1p.19U. (Sup.). Adv. [[προσεμφερῶς]] D.S.24.3.
|Definition=προσεμφερές, [[resembling]], φυσητῆρες αὐλοῖσι προσεμφερέστατοι [[Herodotus|Hdt.]]4.2, cf. E.''Fr.''382.13, X.''Smp.''4.19, Arist.''HA'' 629a31, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.10.1, al., Epicur.''Ep.''1p.19U. (Sup.). Adv. [[προσεμφερῶς]] D.S.24.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεμφερής Medium diacritics: προσεμφερής Low diacritics: προσεμφερής Capitals: ΠΡΟΣΕΜΦΕΡΗΣ
Transliteration A: prosempherḗs Transliteration B: prosempherēs Transliteration C: prosemferis Beta Code: prosemferh/s

English (LSJ)

προσεμφερές, resembling, φυσητῆρες αὐλοῖσι προσεμφερέστατοι Hdt.4.2, cf. E.Fr.382.13, X.Smp.4.19, Arist.HA 629a31, Thphr. HP 3.10.1, al., Epicur.Ep.1p.19U. (Sup.). Adv. προσεμφερῶς D.S.24.3.

German (Pape)

[Seite 759] ές, gleichkommend, ähnlich, τινί; προσεμφερέστατος, Her. 4, 2; Arist. H. A. 2, 1; Ath. VIII, 332 e u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a quelque rapport avec, τινι;
Sp. προσεμφερέστατος.
Étymologie: πρός, ἐμφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεμφερής -ές [προσεμφέρω] gelijkend op, met dat.

Russian (Dvoretsky)

προσεμφερής: похожий, сходный Xen., Eur., Arst.: προσεμφερέστατοι αὐλοῖσιν Her. (трубки) очень похожие на свирели.

Greek Monolingual

-ές, Α
παρεμφερής, παρόμοιος («ἡ δὲ τενθρηδὼν προσεμφερὴς μὲν ἐστι τῇ άνθρήνῃ», Αριστοτ.). Επιρρ. προσεμφερῶς Α
κατά τρόπο παρεμφερή, παρόμοιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐμφερής «όμοιος»].

Greek Monotonic

προσεμφερής: -ές, παρόμοιος, σε Ηρόδ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προσεμφερής: -ές, προσόμοιος, παρόμοιος, φυσητῆρες αὐλοῖσιν προσεμφερέστατοι Ἡρόδ. 4. 2, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 13, Ξεν. Συμπ. 4, 19, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 43, ἀλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Διοδ. Ἐκλογ. 565. 21, πρβλ. ἐμφερής, προσφερής.

Middle Liddell

προσ-εμφερής, ές
resembling, Hdt., Xen.