θόρνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thornymai
|Transliteration C=thornymai
|Beta Code=qo/rnumai
|Beta Code=qo/rnumai
|Definition== [[θρῴσκω]] ''ΙΙ'', [S.]''Fr.''1127.9, Nic.''Th.''130: 3pl. subj., ἐπεὰν θορνύωνται Hdt.3.109.
|Definition== [[θρῴσκω]] ''ΙΙ'', [S.]''Fr.''1127.9, Nic.''Th.''130: 3pl. subj., ἐπεὰν θορνύωνται [[Herodotus|Hdt.]]3.109.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θόρνυμαι Medium diacritics: θόρνυμαι Low diacritics: θόρνυμαι Capitals: ΘΟΡΝΥΜΑΙ
Transliteration A: thórnymai Transliteration B: thornymai Transliteration C: thornymai Beta Code: qo/rnumai

English (LSJ)

= θρῴσκω ΙΙ, [S.]Fr.1127.9, Nic.Th.130: 3pl. subj., ἐπεὰν θορνύωνται Hdt.3.109.

German (Pape)

[Seite 1215] = θρώσκω, sich begatten; ἐπεὰν θορνύωνται κατὰ ζεύγεα Her. 3, 109; Nic. Ther. 130; p. bei Eust. Il. 1057. – Pass. ist Theol. arithm. p. 45, 35 ὁ γόνος τῷ ἄῤῥενι θόρνυται εἰς τὴν γυναικείαν μήτραν.

French (Bailly abrégé)

1 jaillir;
2 saillir.
Étymologie: cf. θρῴσκω.

Greek (Liddell-Scott)

θόρνυμαι: ἀποθ., = θρώσκω, ΙΙ, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἁλ. 716, Νικ. Θηρ. 130 γ΄πληθ. ὑποτακτ. ἐπεὰν θορνύωνται Ἡρόδ. 3. 109.

Greek Monolingual

θόρνυμαι (Α)
(για ζώα) βατεύω, οχεύω, συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θόρ-νυ-μαι < θ. θορ- του αορ. έ-θορ-ον του θρῴσκω].

Greek Monotonic

θόρνυμαι: ή -ύομαι,
I. αποθ. = θρῴσκω
II. γʹ πληθ. υποτ. θορνύωνται, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


Dep., = θρώσκω II, 3rd pl. subj. θορνύωνται Hdt.