κωποξύστης: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "λιθο" to "λιθο")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωποξύστης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] <span style="color: red;">+</span> [[ξύστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξύω</i>), [[πρβλ]]. [[λιθο]]-[[ξύστης]], <i>ουρανο</i>-[[ξύστης]].
|mltxt=[[κωποξύστης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] <span style="color: red;">+</span> [[ξύστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξύω</i>), [[πρβλ]]. λιθο-[[ξύστης]], <i>ουρανο</i>-[[ξύστης]].
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 26 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωποξύστης Medium diacritics: κωποξύστης Low diacritics: κωποξύστης Capitals: ΚΩΠΟΞΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kōpoxýstēs Transliteration B: kōpoxystēs Transliteration C: kopoksystis Beta Code: kwpocu/sths

English (LSJ)

κωποξύστου, ὁ, (κώπη, ξύω) oar-maker, SIG1000.17 (Cos), Glossaria.

Greek Monolingual

κωποξύστης, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο-ξύστης, ουρανο-ξύστης.