resistencia: Difference between revisions
From LSJ
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[διαβολή]], [[δυσένδοτος]], [[δυσπάθεια]], [[τὸ ἀντιβατικόν]], [[τὸ ἀκοπίαστον]], [[ἀλκή]], [[ἀνθολκή]], [[ἀντέρεισις]], [[ἀντίβασις]], [[ἀντίκρουσις]], [[ἀντίπραξις]], [[ἀντίπτωσις]], [[ἀντίτασις]], [[ἀντιστηριγμός]], [[ἀντιτυπής]], [[ἀντιτυπία]], [[ἀντιτύπησις]], [[ἀτασθαλία]], [[ἄρτημα]], [[ἐναντίωμα]], [[ἔνστασις]] | |sltx=[[διαβολή]], [[δυσένδοτος]], [[δυσπάθεια]], [[τὸ ἀντιβατικόν]], [[τὸ ἀκοπίαστον]], [[ἀλκή]], [[ἀνθολκή]], [[ἀντέρεισις]], [[ἀντίβασις]], [[ἀντίκρουσις]], [[ἀντίπραξις]], [[ἀντίπτωσις]], [[ἀντίτασις]], [[ἀντιστηριγμός]], [[ἀντιτυπής]], [[ἀντιτυπία]], [[ἀντιτύπησις]], [[ἀτασθαλία]], [[ἄρτημα]], [[ἐναντίωμα]], [[ἔνστασις]], [[τὸ ἀνένδοτον]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:17, 14 November 2023
Spanish > Greek
διαβολή, δυσένδοτος, δυσπάθεια, τὸ ἀντιβατικόν, τὸ ἀκοπίαστον, ἀλκή, ἀνθολκή, ἀντέρεισις, ἀντίβασις, ἀντίκρουσις, ἀντίπραξις, ἀντίπτωσις, ἀντίτασις, ἀντιστηριγμός, ἀντιτυπής, ἀντιτυπία, ἀντιτύπησις, ἀτασθαλία, ἄρτημα, ἐναντίωμα, ἔνστασις, τὸ ἀνένδοτον