δίγαμος: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM -ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο ενώ διαρκεί ο [[πρώτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο [[μετά]] τη [[διάλυση]] του πρώτου, ο ξαναπαντρεμένος. | |mltxt=-η, -ο (AM -ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο ενώ διαρκεί ο [[πρώτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο [[μετά]] τη [[διάλυση]] του πρώτου, ο ξαναπαντρεμένος. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[adulterous]]=== | |||
Bulgarian: блуден, извънбрачен; Catalan: adúlter; Czech: nevěrný; Esperanto: adulta; Finnish: uskoton, haureellinen, rietas; French: [[adultère]]; Galician: adúltero; German: [[ehebrecherisch]]; Ancient Greek: [[γαμοκλόπος]], [[δίγαμος]], [[κατάμοιχος]], [[λαθραιόκοιτος]], [[μοιχαλίς]], [[μοιχευτής]], [[μοιχευτός]], [[μοιχεύτρια]], [[μοιχικός]], [[μοιχοτύπη]], [[μοιχῶδες]], [[μοιχώδης]]; Hungarian: házasságtörő; Irish: adhaltrach; Italian: [[adultero]]; Latin: [[adulter]]; Maori: tōkohi, toukohi; Norman: adultéthe; Plautdietsch: ehebräakjarisch; Polish: cudzołożny, pozamałżeński; Portuguese: [[adúltero]]; Romagnol: adùltar, adùlter; Russian: [[прелюбодейный]], [[блудный]], [[неверный]], [[гулящий]]; Scottish Gaelic: adhaltranach; Spanish: [[adúltero]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:04, 21 November 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον, married to two people, adulterous, Stes.26, Man. 5.291.
Spanish (DGE)
(δίγᾰμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que ha tenido dos bodas sucesivas de las hijas de Tíndaro, Stesich.46.4
•bígamo δίγαμοι, δίγονοί θ' ἅμα καὶ διπολῖται Man.5.291, ref. mujeres, Vett.Val.387.20.
2 casado en segundas nupcias Basil.Ep.188.4, Origenes Hom.20.4 in Ier., Comm.in Mt.14.22, Hippol.Haer.9.12.22.
German (Pape)
[Seite 615] zum zweitenmal verheirathet; Stesichor. bei Schol. Eur. Or. 243; Man. 5, 291.
Greek (Liddell-Scott)
δίγαμος: -ον, ὁ ὢν συνδεδεμένος διὰ γάμου πρὸς δύο πρόσωπα συγχρόνως, μοιχός, Στησίχ. 74, Μανέθων 5. 291. ΙΙ. εἰς δεύτερον γάμον ἐλθών, Βασίλ. 4, 673Α, Ἱππόλ. Αἱρ. 9. 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM -ος, -ον)
1. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο ενώ διαρκεί ο πρώτος
2. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο μετά τη διάλυση του πρώτου, ο ξαναπαντρεμένος.
Translations
adulterous
Bulgarian: блуден, извънбрачен; Catalan: adúlter; Czech: nevěrný; Esperanto: adulta; Finnish: uskoton, haureellinen, rietas; French: adultère; Galician: adúltero; German: ehebrecherisch; Ancient Greek: γαμοκλόπος, δίγαμος, κατάμοιχος, λαθραιόκοιτος, μοιχαλίς, μοιχευτής, μοιχευτός, μοιχεύτρια, μοιχικός, μοιχοτύπη, μοιχῶδες, μοιχώδης; Hungarian: házasságtörő; Irish: adhaltrach; Italian: adultero; Latin: adulter; Maori: tōkohi, toukohi; Norman: adultéthe; Plautdietsch: ehebräakjarisch; Polish: cudzołożny, pozamałżeński; Portuguese: adúltero; Romagnol: adùltar, adùlter; Russian: прелюбодейный, блудный, неверный, гулящий; Scottish Gaelic: adhaltranach; Spanish: adúltero