ὀφιομάχος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀφιομάχος]] και [[κατά]] δ. γρφ.> [[ὀφεομάχος]], ον, αρσ. και ὀφιομάχης (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται με | |mltxt=[[ὀφιομάχος]] και [[κατά]] δ. γρφ.> [[ὀφεομάχος]], ον, αρσ. και [[ὀφιομάχης]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μάχεται με [[φίδι]]α<br /><b>2.</b> [[είδος]] [[ακρίδα]]ς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> / -<i>εος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> / -<i>μάχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[θαλασσομάχος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:05, 4 February 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ον, fighting with serpents, γνώμη Ph.1.86: as substantive, a kind of locust, and the ichneumon, Hsch.:—in the former sense ὀφῐομάχης is found in LXX Le.11.22, Ph. 1.39.
German (Pape)
[Seite 426] mit Schlangen kämpfend, Hesych., eine Art Heuschrecke, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφιομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος πρὸς ὄφεις· ὡς οὐσιαστ., εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος, καὶ ὁ ἰχνεύμων, Ἡσύχ.· ὁ Σουΐδ. ἔχει τὸν τύπον ὀφιομάχης καὶ ἑρμηνεύει: «εἶδος ἀκρίδος, μὴ ἔχον πτερά».
Greek Monolingual
ὀφιομάχος και κατά δ. γρφ.> ὀφεομάχος, ον, αρσ. και ὀφιομάχης (Α)
1. αυτός που μάχεται με φίδια
2. είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος / -εος + -μάχος / -μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος].