επιμέμφομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιμέμφομαι]]) [[μέμφομαι]]<br />[[επιρρίπτω]] [[μομφή]] σε κάποιον, [[κατακρίνω]] («κασιγνήτοις ἐπιμέμφεται»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορώ]] κάποιον οργισμένος [[εναντίον]] του για [[κάτι]] (α. «ἐπιμέμφεται... ἕνεκ’ ἀρητῆρος» β. «ἑαυτῷ ἐπεμέμφετο τῆς τόλμης»)<br /><b>2.</b> έχω [[παράπονο]] για [[κάτι]], [[βρίσκω]] [[σφάλμα]] σε [[κάτι]] («ἐγὼ ταῦτα ποιήσω, [[ὥστε]] σὲ καὶ τὸν παῑδα τὸν σὸν μηδὲν ἐπιμέμφεσθαι»).
|mltxt=(AM [[ἐπιμέμφομαι]]) [[μέμφομαι]]<br />[[επιρρίπτω]] [[μομφή]] σε κάποιον, [[κατακρίνω]] («κασιγνήτοις ἐπιμέμφεται»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορώ]] κάποιον οργισμένος [[εναντίον]] του για [[κάτι]] (α. «ἐπιμέμφεται... ἕνεκ’ ἀρητῆρος» β. «ἑαυτῷ ἐπεμέμφετο τῆς τόλμης»)<br /><b>2.</b> έχω [[παράπονο]] για [[κάτι]], [[βρίσκω]] [[σφάλμα]] σε [[κάτι]] («ἐγὼ ταῦτα ποιήσω, [[ὥστε]] σὲ καὶ τὸν παῖδα τὸν σὸν μηδὲν ἐπιμέμφεσθαι»).
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM ἐπιμέμφομαι) μέμφομαι
επιρρίπτω μομφή σε κάποιον, κατακρίνω («κασιγνήτοις ἐπιμέμφεται»)
αρχ.
1. κατηγορώ κάποιον οργισμένος εναντίον του για κάτι (α. «ἐπιμέμφεται... ἕνεκ’ ἀρητῆρος» β. «ἑαυτῷ ἐπεμέμφετο τῆς τόλμης»)
2. έχω παράπονο για κάτι, βρίσκω σφάλμα σε κάτι («ἐγὼ ταῦτα ποιήσω, ὥστε σὲ καὶ τὸν παῖδα τὸν σὸν μηδὲν ἐπιμέμφεσθαι»).