εξαναγκάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398
(12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξαναγκάζω]])<br />[[επιβάλλω]], [[υποχρεώνω]], [[αναγκάζω]] με σωματική ή ψυχολογική βία, [[καταναγκάζω]]<br />α. «η [[επιμονή]] του μέ εξανάγκασε να δεχθώ» β. «μήν τηνε ξαναγκάσουσι κι ένα [[μαχαίρι]] πιάσει και μπήξει το μες στην [[καρδιά]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] την [[έξοδο]]<br /><b>2.</b> [[διώχνω]], [[ξεριζώνω]], [[εξαλείφω]] («τὴν ἀργίαν δὲ πληγαῑς ἐξαναγκάζουσιν» — διώχνουν την [[αργία]], την [[οκνηρία]], με σωματική βία, με χτυπήματα, <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐξαναγκάζω]])<br />[[επιβάλλω]], [[υποχρεώνω]], [[αναγκάζω]] με σωματική ή ψυχολογική βία, [[καταναγκάζω]]<br />α. «η [[επιμονή]] του μέ εξανάγκασε να δεχθώ» β. «μήν τηνε ξαναγκάσουσι κι ένα [[μαχαίρι]] πιάσει και μπήξει το μες στην [[καρδιά]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] την [[έξοδο]]<br /><b>2.</b> [[διώχνω]], [[ξεριζώνω]], [[εξαλείφω]] («τὴν ἀργίαν δὲ πληγαῖς ἐξαναγκάζουσιν» — διώχνουν την [[αργία]], την [[οκνηρία]], με σωματική βία, με χτυπήματα, <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM ἐξαναγκάζω)
επιβάλλω, υποχρεώνω, αναγκάζω με σωματική ή ψυχολογική βία, καταναγκάζω
α. «η επιμονή του μέ εξανάγκασε να δεχθώ» β. «μήν τηνε ξαναγκάσουσι κι ένα μαχαίρι πιάσει και μπήξει το μες στην καρδιά», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. προκαλώ την έξοδο
2. διώχνω, ξεριζώνω, εξαλείφω («τὴν ἀργίαν δὲ πληγαῖς ἐξαναγκάζουσιν» — διώχνουν την αργία, την οκνηρία, με σωματική βία, με χτυπήματα, Ξεν.).