λυχνῖτις: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=λυχνῖτις, -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[βαλλωτή]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[φλομίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[λιμενίτις]], [[τοξίτις]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:43, 6 February 2024
English (LSJ)
ιδος, ἡ, candlewick, Verbascum mallophorum, the leaves of which served as lampwicks, Plin.HN25.121, BGU485.10 (ii A. D.); = φλομίς, Dsc.4.103.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνῖτις: ῐδος, ἡ, φυτόν τι, τοῦ ὁποίου τὰ φύλλα ἐχρησίμευον ὡς θρυαλλίδες τῶν λύχνων, Πλίν. 25, 74· φλομὶς λ. ἐν Διοσκ. 4. 104.
Greek Monolingual
λυχνῖτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. το φυτό βαλλωτή
2. το φυτό φλομίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λιμενίτις, τοξίτις)].